κατάμφω

κατάμφω
κατάμφω (Μ)
επίρρ.
1. ο ένας εναντίον τού άλλου
2. και για τα δύο, και ως προς τα ένα και ως προς το άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + αντων. ἄμφω «και οι δύο, αμφότεροι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταμφίζομαι — (Μ) [κατάμφω] αμφιταλαντεύομαι («καταμφίζεσθαι τοῑς λογισμοῑς», Ευμάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αντων. ἄμφω «και οι δύο, αμφότεροι» κατά τα ρ. σε ίζω, ίζομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”